- αυτοκρατορία
- empire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αὐτοκρατορία — αὐτοκρατορίᾱ , αὐτοκρατορία sovereignty fem nom/voc/acc dual αὐτοκρατορίᾱ , αὐτοκρατορία sovereignty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορίᾳ — αὐτοκρατορίᾱͅ , αὐτοκρατορία sovereignty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκρατορία — η 1. το αξίωμα, η εξουσία του αυτοκράτορα: Η αυτοκρατορία του Αυγούστου κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια. 2. χώρα που κυβερνιέται από αυτοκράτορα: Η γερμανική αυτοκρατορία είναι δημιούργημα του Μπίσμαρκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκρατορία — Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική … Dictionary of Greek
Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μάλι, αυτοκρατορία — Μια από τις λεγόμενες σουδανικές αυτοκρατορίες (οι άλλες δύο ήταν η Γκάνα και η Σονγκάι) οι οποίες διαδέχονταν η μία την άλλη μεταξύ 8ου και 16ου αι. και κυριάρχησαν σε εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Αφρικής. Περίπου το 1000 είχε ήδη ιδρυθεί… … Dictionary of Greek
Οθωμανική αυτοκρατορία — Η αυτοκρατορία των Οθωμανών Τούρκων, που ίδρυσε ο Οσμάν A’ τον 13o αι. Βλ. λ. Τουρκία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
αὐτοκρατορίας — αὐτοκρατορίᾱς , αὐτοκρατορία sovereignty fem acc pl αὐτοκρατορίᾱς , αὐτοκρατορία sovereignty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορίαν — αὐτοκρατορίᾱν , αὐτοκρατορία sovereignty fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκρατορίαις — αὐτοκρατορία sovereignty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)